σκεπαρνιά

σκεπαρνιά
η, Ν
1. κάθε χτύπημα που γίνεται με το σκεπάρνι
2. τομή πάνω σε μια επιφάνεια που γίνεται με το σκεπάρνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπάρνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκεπαρνιά — η χτύπημα με το σκεπάρνι: Με μια σκεπαρνιά έσκισε το ξύλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • Ναγκάντα ή Νακάντα — Συγκρότημα ερείπιων της Χαλκολιθικής εποχής (4ης χιλιετίας π.Χ.) στην Άνω Αίγυπτο. Τα ερείπια βρίσκονται στην αριστερή όχθη του Νείλου, στα Β του Λούξορ. Πρόκειται για νεκρόπολη με περισσότερους από 2.100 τάφους και δύο οικισμούς. Αναφέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”